- θρηνούμενος
- θρηνέωsing a dirgepres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αείκλαυστος — η, ο (AM ἀείκλαυτος ον) ο αιώνια θρηνούμενος μσν. νεοελλ. ο άξιος να θρηνείται αιώνια, αλησμόνητος, αξέχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κλαυστὸς < θ. κλαυσ (πρβλ. ἔκλαυσα) του κλαίω] … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Γκους, Ούγκο — (Hugo Van der Goes, ; – Ρόντεν Κλόστερ, Βρυξέλλες 1482). Φλαμανδός ζωγράφος. Κατά τα μέσα του 15ου αι. αναφέρεται ως μέλος της συντεχνίας της Γάνδης, όπου ίσως γεννήθηκε. Δέκα χρόνια αργότερα, δέχτηκε στην Μπριζ την παραγγελία του Τομάζο… … Dictionary of Greek